υποβρύχιο

υποβρύχιο
Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να θεωρηθεί μόνο το μικρό δισκοειδές ξύλινο σκάφος American turtle, που κατασκεύασε το 1775 ο Αμερικανός Ντέιβιντ Μπούνσελ· είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο επίσης Αμερικανός Ρόμπερτ Φούλτον κατασκεύασε ένα ανάλογο σκάφος, το Nautilus, στη Βρέστη: και τα δύο καταδύονταν με υδάτινο έρμα και ήταν χειροκίνητα. Από τις προσπάθειες που ακολούθησαν αξίζει να αναφερθεί ο Plongeur των Γάλλων Μπουρζουά και Μπρεν (1863), σιδερένιο σκάφος μήκους 42,5 μ., εφοδιασμένο με εμβολοφόρα μηχανή, που λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα. Με τις προόδους που σημειώθηκαν στην κατασκευή των συσσωρευτών, τα επόμενα σχέδια για υ. βασίστηκαν στην ηλεκτρική ενέργεια, η οποία όμως παρουσίαζε κι αυτή περιορισμένη αυτονομία, γι’ αυτό υιοθετήθηκε ο θερμοδυναμικός κινητήρας. Υποβρύχια με την κοινή έννοια, που να μπορούν δηλαδή να καταδύονται και να αναδύονται κατά βούληση, παρουσιάστηκαν στο τέλος του 19ου αι. κι από τότε εξελίσσονται συνεχώς και ως πλοία και στον εξοπλισμό τους, για να φτάσουν στα σημερινά που κινούνται με ατομική ενέργεια και έχουν τεράστια αυτονομία. Τις πολεμικές δυνατότητες του υ. αξιοποίησαν κυρίως οι Γερμανοί και στον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο και στις πρώτες φάσεις του B΄, ενώ η ανακάλυψη του ραντάρ αργότερα περιόρισε τις δυνατότητές του. Αμερικάνικο πυρηνικό υποβρύχιο ενώ πλέει στην επιφάνεια. Υποβρύχια αυτού του τύπου είναι εξοπλισμένα με βαλλιστικούς ή τακτικούς πυραύλους, που μπορούν να τους εξαπολύσουν ενώ βρίσκονται σε κατάδυση (φωτ. ΑΠΕ). Το εσωτερικό του αμερικάνικου υποβρυχίου “Λος Άντζελες” (φωτ. ΑΠΕ). Το αγγλικό πηρυνικό υποβρύχιο Τραφάλγκαρ τη στιγμή που καταδύεται (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
βλ. υποβρύχιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποβρύχιο — το πλοίο που μπορεί να κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας αλλά και κάτω από αυτήν: Στόλος υποβρυχίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τορπίλη — Αυτοκινούμενο υποβρύχιο όπλο με εκρηκτική γόμωση, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, από πλοίο επιφανείας ή από αεροσκάφος. Η πρώτη πραγματική τ. κατασκευάστηκε το 1866 68 από τον Άγγλο τεχνικό Ρόμπερτ Χουάιτχεντ, διευθυντή ενός μηχανουργικού… …   Dictionary of Greek

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • υποβρυχιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο 2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”